ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ
Ὁ Μητροπολίτης
Σισανίου καί Σιατίστης
Παῦλος
ΜΑΡΤΙΟΣ-ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2015
Πρός τούς ἀγαπητούς μου
Μαθητές καί Μαθήτριες τῶν Λυκείων τῆς Μητροπόλεως μας
Ἀγαπητά μου παιδιά,
Ὅταν θά λάβετε αὐτό τό γράμμα, ἴσως ἔχουν ἄρχίσει οἱ διακοπές λόγῳ τοῦ Πάσχα. Δέν ξέρω ἄν ἔχετε δώσει στόν ἑαυτό σας τήν εὐκαιρία νά σκεφθεῖτε λίγο γιά τό νόημα τοῦ Πάσχα καί τή σημασία του γιά τή ζωή σας ἤ ἄν ἁπλά τό Πάσχα εἶναι γιά σᾶς μόνο διακοπές. Δέν ξέρω ἄν αὐτές τίς ἡμέρες τῆς Μεγάλης ἑβδομάδος, πηγαίνετει στήν Ἐκκλησία, ἄν ἔχετε ἀκόμη δώσει τήν εὐκαιρία στόν ἑαυτό σας, νά μαζέψετε λίγο τό νοῦ σας καί νά προβληματιστεῖτε γιά τόν Θεό, γιά τήν ὕπαρξη Του, γιά τήν σχέση σας μαζί Του ἤ ἄν ὅλα αὐτά τά ἀντιμετωπίζετε ἐπιφανειακά. Θέλω λοιπόν νά καταθέσω στήν σκέψη σας καί στήν ἀγάπη σας μερικούς προβληματισμούς, πού κάποιοι ἀπό αὐτούς ἦταν καί δικοί μου ὅταν ἤμουν στήν ἡλικία σας καί κάποιοι δημιουργοῦνται σήμερα βλέποντας τήν πορεία τοῦ κόσμου καί τῆς πατρίδος μας, ἀλλά καί τήν πορεία πολλῶν συγκεκριμένων ἀνθρώπων.
Τό ἐρώτημα: Ὑπάρχει Θεός;
Εἶναι ἕνα ἐρώτημα πού νομίζω ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν τόν ἀπασχόλησε ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἀπάντηση πού ἔδωσε. Ὅταν κάποτε ἕνας ἔφηβος μέ ρώτησε: «Μπορεῖτε, πάτερ, νά μοῦ φέρετε μιά ἀπόδειξη ὅτι ὑπάρχει Θεός;» τοῦ ἀπάντησα πολύ ἁπλά: «ἡ πιό μεγάλη ἀπόδειξη εἶσαι Ἐσύ ὁ ἴδιος!». Μέ κοίταξε περίεργα γιατί δέν περίμενε αὐτή τήν ἀπάντηση. Εἶπα τότε καί στόν ἴδιο καί λέγω σήμερα στόν καθένα σας κάτι πολύ ἁπλό. Ἀπό τήν στιγμή πού ὑπάρχω ἐγώ, γιατί δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει ὁ Θεός; Γιατί ἄραγε προσπαθῶ νά ἀποκλείσω τήν ὕπαρξη Του; Μιά τέτοια στάση δείχνει μᾶλλον φόβο καί ἀντιπαλότητα ἀπέναντι στό Θεό καί ὄχι λογικό συμπέρασμα. Ὑπάρχω ἐγώ, ὑπάρχει ὁ διπλανός μου, τί λοιπόν μέ ὁδηγεῖ νἀ ἀμφισβητῶ τό Θεό; Ἐπειδή αὐτό μοιάζει νά εἶναι μόδα ἤ μέ βολεύει; Ἀλλά γιατί μέ βολεύει; Δέν μπορῶ νά ὑπάρχω καί ἐγώ καί ὁ Θεός; Ἐκεῖνος δέν θεωρεῖ ἀπειλή τήν ὕπαρξη μου, ἐγώ γιατί θεωρῶ ἀπειλή τήν ὕπαρξη Του. Κάποιος ἄλλος νέος μοῦ εἶπε κάποτε: «Μπορεῖτε νά μοῦ ἀποδείξετε ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός;» Καί ἐγώ τοῦ ἀπήντησα: «Ὄχι, μέ τόν τρόπο πού τό ἐννοεῖς. Νά σέ ρωτήσω ὅμως καί ἐγώ κάτι. Ἐσύ μπορεῖς νά μοῦ ἀποδείξεις ὅτι ΔΕΝ ὑπάρχει ὁ Θεός;» Μέ κοίτεξε ξαφνιασμένος καί μοῦ εἶπε καί έκεῖνος, ἔπειτα ἀπό λίγη σκέψη «ὄχι»! Τοῦ εἶπα λοιπόν χαμογελώντας: «Βλέπεις εἴμαστε στήν ἴδια θέση!».
Φίλες καί φίλοι,
Τό πιο σίγουρο εἶναι ὅτι μιλᾶμε γιά τόν Θεό μέ λάθος τρόπο καί τοῦτο γιατί ὁ Θεός μᾶς ὑπερβαίνει. Ἄλλωστε οἱ ἄνθρωποι ὀνόμασαν Θεό κάτι, πού ἐνῶ διαισθάνονται ὅτι ὑπάρχει, ἐκεῖνο ὅμως τούς ξεπερνάει. Ξέρω ὅτι ὑπάρχουν διάφορα ἐρωτήματα τοῦ τύπου «ἐάν ὁ Θεός ὑπάρχει γιατί δέν ἐπεμβαίνει καί γίνονται τόσα ἄσχημα σήμερα;» καί ἄλλα παρόμοια. Ξεχνᾶμε ὅμως ὅτι ὅλα αὐτά τά ἄσχημα τά κάνουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι καί ὄχι ὁ Θεός. Ἀπό τήν μιά μεριά θέλουμε νά εἴμαστε ἐλεύθεροι γιά νά κάνουμε ὅ,τι θέλουμε καί ἀπό τήν ἄλλη τίς εὐθύνες τῶν πράξεων μας τίς ζητᾶμε μόνο ἀπό τό Θεό. Μέ ἄλλα λογια δέν ἀντέχουμε τήν ἐλευθερία μας καί προπαντός τήν εὐθύνη τῆς ἐλευθερίας μας.
Ἡ ’Εκκλησία μας πιστεύει ὅτι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἀξίζει καί ἔχει νόημα μόνο στήν ἀναφορά της πρός τόν Θεό. Καί τοῦτο γιατί ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό συνιστᾶ ὄχι μόνο τήν μοναδική δυνατότητα ὑπέβασης τοῦ θανάτου, ἀλλά καί τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ μεγάλη ἑορτή πού ἑορτάζουμε αὐτό δηλώνει καί γι’αὐτό τήν ἑορτάζουμε. Τό «Χριστός Ἀνέστη!» σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος Ἀνέστη. Ἄς θέσουμε λοιπόν ἕνα ἁπλό ἐρώτημα. «Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος χωρίς τό Θεό;»
Ὁ ἄνθρωπος χωρίς τό Θεό, ἄν τό ψάξουμε καλά, εἶναι ἕνα ὡραῖο ζῶο, ἔστω καί νοῆμον, πού στή ζωή του ψάχνει γιά περισσότερο σανό γιά νά καταλήξει στό τέλος σέ ἕνα σκουπίδι, ἕνα νεκρό κουφάρι, πού τό θάβουμε στή γῆ γιά νά μήν βρωμίσει ὁ τόπος! Δέν ξέρω ἄν αὐτή ἡ διατύπωση σᾶς τρομάζει, ἀλλά αύτή εἶναι ἡ κυνική πραγματικότητα. Πέστε μου ἐσεῖς, ἄν θέλετε, τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος χωρίς τόν Θεό. Εἶναι ἕνα ὄν πού τό τέλος του εἶναι ὁ θάνατος. Ὁπότε τό ἐρώτημα εἶναι: «τί εἶναι ζωή;» Καί ἐδῶ ἡ ρεαλιστική ἀπάντηση εἶναι σκληρή. Τότε ζωή εἶναι ἕνα χρονικό διάστημα ἀνάμεσα σέ δυό ἡμερομηνίες. Αὐτή πού γεννηθήκαμε καί αὐτή πού θά πεθάνουμε. Τουλάχιστον ξέρουμε τό μεταξύ τους διάστημα; Οὔτε αὐτό τό ξέρουμε. Δικαιολογημένα λοιπόν κάποιος νέος ἄνθρωπος ἔγραψε στόν τοῖχο ἕνα ἐρώτημα: «ὑπάρχει ζωή ΠΡΙΝ ἀπό τόν θάνατο;» Δέν ρωτᾶ «ἄν ὑπάρχει ζωή ΜΕΤΑ τό θἀνατο;» πού οὐσιαστικά εἶναι ἐρώτημα πού βασανίσει ὅλους μας, ἀλλά «ἄν ὑπάρχει ζωή ΠΡΙΝ ἀπό τό θάνατο;» Ἕνα ἐρώτημα καίριο γιά ὅποιον σκέπτεται καί δέν σπρώχνει ἁπλά τό χρόνο. Ἄν λοιπόν ὁ θάνατος εἶναι τό τέρμα τῆς ζωῆς τότε ἡ ζωή δέν ἔχει οὔτε ἀξία, οὔτε νόημα, Εἶναι πλέον φυσικό τό ἑπόμενο ἐρώτημα: Τό τί σημαίνει ὁ Θεός, γιά τόν ἄνθρωπο καί ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἡ μεγάλη ἑορτή τοῦ Πάσχα πού ἑορτάζουμε περιέχει τήν ἀπάντηση σέ αὐτό τό ἐρώτημα.
Τό Πάσχα, ὄχι μιά ἄγνωστη ὑπέρτατη δύναμη, ἀλλά ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, κυριαρχεῖ στά γεγονότα. Ποιός εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός στήν Ἐκκλησία καί στήν ἱστορία ἀποκαλύπτεται σάν ὁ Προσωπικός Θεός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος πού δημιουργεῖ τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, ἀλλά πού ταυτόχρονα, εἶναι ἐκτός τοῦ κόσμου. Αὐτός λοιπόν μπαίνει στήν ἱστορία τοῦ κόσμου ὡς ἕνα βρέφος γιατί δέν ἐπιζητεῖ νά κυριαρχήσει μέ τήν δύναμη Του, ἀλλά νά σώσει μέ τήν ἀγάπη Του. Αὐτός λοιπόν ὁ Θεός καί ἄνθρωπος μαζί, ἀποκαλύπτει στόν κόσμο τήν ἀλήθεια γιά τόν Θεό, τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο καί στό τέλος ἔρχεται νά δώσει τήν μεγαλύτερη μάχη τῶν αἰώνων ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί τόν θάνατο. Ὡς ἄνθρωπος μετέχοντας στήν κοινή φύση τῶν ἀνθρώπων σταυρώνεται γιά νά πάρει ἐπάνω του ὅλη τήν ἀποτυχία τῶν ἀνθρώπων ἡ ὁποία τούς ὁδήγησε στό θάνατο. Κατεβαίνει καί Ἐκεῖνος στό θάνατο,ὄχι ὅμως γιά νά παραμείνει σάν θνητός ἀλλά γιά νά νικήσει καί καταργήσει τόν θάνατο μέ τήν Ἀνάσταση Του. Ἡ Εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως δείχνει τόν Χριστό νά βγαίνει ἀπό τόν τάφο κρατώντας στό ἕνα χέρι τόν Ἀδάμ καί στό ἄλλο τήν Εὔα καί πίσω τους νά ἀκολουθεῖ ὅλο τό γένος τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι ὁ θάνατος καταργεῖται καί ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐλεύθερος καί αἰώνιος. Μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἔμοιαζε μέ ἕνα δυνατό «ντουβάρι» οπου ὁ ἄνθρωπος ἔπαιρνε παραμάζωμα μιά ζωή, ἐπεφτε στό τέλος ἐπάνω του καί ἔτρωγε τά μοῦτρα του καί τελεἰωνε. Τὠρα ὁ Χριστός μετἐτρεψε τό ντουβάρι σέ πόρτα. Φθάνεις στήν πόρτα καί τώρα τήν περνᾶς καί σέ ἀναμένει «τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος» ἕνα συνεχές πανηγύρι ἐκείνων πού βλέπουν πρόσωπο μέ πρόσωπο τόν ζῶντα Θεό καἰ λἀμπουν μέσα στή δόξα τῆς Θεότητός Του μαζί Του. Τώρα πλέον ἡ ζωή ἔχει καί νόημα καί ἀξία.
Σᾶς ἐξήγησα πολύ συνοπτικά τήν ἀλήθεια πού ζεῖ καί βιώνει ἡ Ἐκκλησία καί εἶμαι πρόθυμος γιά ὁποιους θέλετε εἴτε προσωπικά, εἴτε μέ τήν παρέα σας, ἐάν θέλετε νἀ ἔλθετε στήν Μητρόπολη, οἱ διακοπές εἶναι μιά καλή εὐκαιρία, νά σᾶς ἐξηγήσω λεπτομερέστερα τίς ὅποιες ἀπορίες σας. Αὐτό ὅμως πού τώρα ἐνδιαφέρει εἶναι τό τί σημαίνουν ὅλα αὐτά γιά τόν ἄνθρωπο, γιά τόν καθένα καί τήν καθεμιά σας.
Ἡ πρώτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Θεός εἶναι προσωπικός. Δέν εἶναι ἀφηρημένη ἰδέα, δέν εἶναι ἀπρόσωπη δύναμη. Εἶναι ὕπαρξη προσωπική. Εἶναι κοινωνία προσώπων συγκεκριμένων ἀγαπητική. Εἶναι ἀγάπη. Δηλαδή ἡ σχέση τῶν τριῶν προσώπων εἶναι ἡ ἀλληλοπεριχώρηση καί ἡ ἀγάπη!
Ἡ δεύτερη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μιά τυχαία ὕπαρξη, μιά τυχαία χημική ἕνωση, ἀλλά προσωπική ὕπαρκη, καρπός τῆς ἀγάπης τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀναφέρεται στόν προσωπικό Θεό καί νά κοινωνεῖ μαζί του. Ταυτόχρονα ὁ Θεός ἐπειδή εἶναι ἀγάπη δέν φοβάται τό δημιούργημά Του. Δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο. Τόσο ἐλεύθερο ὥστε νά εἶναι ἱκανός νά πεῖ «ὄχι» ἀκόμη καί στόν Θεό. Ὁ Θεός ἐμπιστεύεται στόν ἄνθρωπο ὅλη τήν εὐθύνη τῆς ἐλευθερίας Του. Τοῦ φανερώνει ὅλη τήν ἀλήθεια, ἀλλά δέν τόν ὑποχρεώνει. Τόν ἀφήνει στίς ἐπιθυμίες τῆς καρδίας του, ἐλεύθερο ἀλλά καί ὑπεύθυνο στήν σχέση του μέ τόν προσωπικό Θεό.
Ἡ Τρίτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἐμπιστεύται τόν Θεό. Θέλει μέν νά γίνει Θεός, ἀλλά χωρίς τόν Θεό. Ἐπιζητᾶ τήν αὐτονομία διὀτι δέν τόν αὐτοκαθορίζει ἡ ἀγάπη πού εἶναι κοινωνία προσώπων, ἀλλά ὁ δαιμονικός ἐγωϊσμός πού εἶναι αὐτοαπομόνωση καί ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι διαστροφή καί στροφή τῆς ἀγάπης πρός τόν εαυτό του πού ὁδηγεῖ στή ρήξη καί στόν θάνατο. Στόν θάνατο ὄχι σάν τιμωρία, αὐτό ἴσως βόλευε τόν ἐγωϊσμό μας, ἀλλά σάν φυσική συνέπεια, σάν αὐτοαρνηση τῆς ζωῆς.
Ἡ τέταρτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Θεός δέν ἀλοιώνεται. Εἶναι ἀγάπη, παραμένει ἀγάπη καἰ μέ τήν ἀγάπη του καί μέ σεβασμό στήν ἐλευθερία μας ἔρχεται νά δώσει τήν δυνατότητα καί πάλι τῆς ζωῆς. Θεραπεύει τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τό κοινό στοιχεῖο ὅλων μας, ἑνώνοντας την μέ τόν Ἑαυτό Του, μπολιάζοντας την μέ τό Θεϊκό Του μπόλι, ἀλλά ἀφήνει τήν ἐλευθερία στό κάθε συγκεκριμένο ἀνθρώπινο πρόσωπο νά ἀναλάβει ἐλεύθερα καί γι’αὐτό ὑπεύθυνα, τήν θεραπευθεῖσα θεανθρώπινη πλέον φύση μας.
Αὐτή τήν ἐλευθερία τήν ὀντολογική ἀναλαμβάνει πλέον ὁ ἄνθρωπος. Αὐτή τήν ἐλευθερία καί τήν ἀγάπη ἀπολαμβάνουμε καί ἑορτάζουμε τό Πάσχα. Αὐτό τό πέρασμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό θάνατο στή ζωή παραγματοποιοῦμε. Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Ἀνάστασή Του, εἶναι τό μέτρο τῆς ἀγάπης Του γιά τόν ἄνθρωπο καί ταυτόχρονα τό μέτρο τῆς μοναδικῆς καί ἀνεπανάληπτης προσωπικῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, δείχνει γιατί γιά τόν Θεό ὁ καθένας μας εἶναι ἀνεπανάληπτος καί μ ο ν α δ ι κ ό ς!
Τό τελικό συμπέρασμα εἶναι δικό σου. Προτιμᾶς γιά σένα τήν σκουπιδοποίηση σου ἤ τόν δοξασμό σου μέσα στήν ἀναστάσιμη ζωή τοῦ Χριστοῦ; Ἔχεις ἕνα ἁπτό παράδειγμα.Τούς δύο νέους Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Τόν Ἅγιο Παΐσιο καί τόν Ἅγιο Πορφύριο. Πέθαναν ἀλλά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ζοῦν. Τό πλῆθος τῶν θαυμάτων τους πρίν καί μετά τό θάνατο τους μᾶς βεβαιώνουν γιά τήν ζωή τους πού νίκησε τόν θάνατο, για τήν βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστός Ἀνέστη. Εἶναι λοιπόν δική σου καί ξεκάθαρη ἡ ἐπιλογή ἄν θά διαλέξεις τήν σκουπιδοποίηση σου ἤ τήν ἀναστάσιμη ζωή καί τήν βεβαιότητα μιᾶς δικῆς σου πορείας ἀναστάσιμης. Ἴσως ποτέ ἄλλοτε τά πράγματα δέν ἦραν τόσο καθαρά. Θά χαρῶ νά ἀκούσω τήν σκέψη σου.
Μέ τήν εὐχή νά γνωρίσετε τή χαρά τοῦ Χριστοῦ
Ὁ Ἐπίσκοπος Σας