Εγκύκλιος επί τη Κυριακή των Μυροφόρων του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σισανίου και Σιατίστης κ. κ. Παύλου
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΣΙΣΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ
Ἐγκύκλιος
ἐπὶ τῇ Κυριακῇ τῶν Μυροφόρων
Πρός
τόν Ἱερό Κλῆρο καί τόν εὐσεβῆ Λαό
τῆς Μητροπόλεως μας
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Χριστὸς Ἀνέστη!
Κυριακὴ Τρίτη ἀπὸ τοῦ Πάσχα σήμερα καὶ ἡ Ἐκκλησία μας μνημονεύει καὶ ἄλλη μιὰ φανέρωση τοῦ ἀναστάντα Χριστοῦ, αὐτὴν στὶς Μυροφόρες γυναῖκες. Αὐτὲς εἶναι οἱ πρῶτες ποὺ λαμβάνουν τὴν πληροφορία τῆς Ἀναστάσεως καὶ οἱ πρῶτες ποὺ Τὸν συναντοῦν.
Ὁ Χριστὸς δὲν κάνει διακρίσεις καὶ ἀπαντᾶ στὸν κάθε ἄνθρωπο, σύμφωνα μὲ τὴ διάθεση τῆς καρδιᾶς του. Οἱ Μυροφόρες γυναῖκες εἶναι οἱ πρῶτες ποὺ Τὸν συναντοῦν καὶ λαμβάνουν τὴ μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεώς Του, ὄχι τυχαῖα. Προηγοῦνται αὐτές, γιατὶ ἀγάπησαν μὲ παράφορο πάθος τὸ Χριστό, καθόσον ἤθελαν μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά τους νὰ Τὸν συναντήσουν. Αὐτὲς πρωτοστατοῦσαν καὶ στὸν πόθο καὶ στὴ διάθεση καὶ στὴν ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστό.
Πῶς μπορεῖ νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι αὐτὲς περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητὲς ἐπεθύμησαν τὸν Ἀναστάντα Χριστό; Αὐτὸ διακρίνεται ἀπὸ τὶς πράξεις τους. Τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ἄντρες μαθητὲς ἦταν συνηγμένοι, μαζεμένοι ἀπὸ φόβο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους σὲ κάποιο χῶρο, αὐτὲς «λίαν πρωὶ» πηγαίνουν στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ νὰ Τὸν ἀλείψουν μὲ ἀρώματα. Ἡ ἀγάπη τους ξεπερνᾶ τὸ φόβο, τὸν κίνδυνο καὶ τὴ δυσκολία. Ναί, νὰ πᾶνε. Μὰ πῶς θὰ κυλίσουν τὸ λίθο;
Ἡ ἀγάπη τους ὅμως ξεπερνᾶ τὴ δυσκολία, γίνεται πίστη. Ὅταν ἡ ἀγάπη μας δὲν ξεπερνᾶ τὸ συμφέρον μας, δὲν ξεπερνᾶ τὴν ἐξασφάλιση ἢ τὴ βεβαιότητα καὶ τὴν ἀσφάλειά μας, δὲν εἶναι ριψοκίνδυνη δηλαδὴ μέσα στὸν πόθο συνάντησης τοῦ ἄλλου, δὲν εἶναι ἀληθινὴ ἀγάπη. Ἐκεῖ πάσχουμε, ἐκεῖ εἶναι τὸ πρόβλημά μας. Ὀργανώνουμε διάφορες θεωρίες εἴτε κοσμικές, εἴτε θρησκευτικές, τῶν ὁποίων ἡ βάση θεωρητικὰ εἶναι ἡ ἀγάπη, ἀλλὰ ἀγνοοῦμε στὴν πράξη ποιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη.
Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη κατὰ τὴν πράξη τῶν Μυροφόρων μαθητριῶν, εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναδεικνύει, ποὺ φανερώνει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Δὲν μπορεῖς ἀληθινὰ νὰ ἀγαπήσεις, ἐὰν δὲν προβάλεις μέσα σου τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου τοῦ κάθε ἀνθρώπινου προσώπου, ὄχι μόνο τοῦ συγγενή σου ἤ τοῦ συνεργάτη σου. Αὐτὴ ἡ ἀξία μπορεῖ νὰ προβληθεῖ μόνον ἐὰν καὶ ἐφόσον βγεῖς ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ συμφέροντός σου, τῆς λογικῆς σου, τῆς ἐξασφάλισης καὶ τῆς δικαίωσής σου.
Ἐμεῖς λέμε ὅτι ἀγαποῦμε καὶ θέλουμε νὰ μᾶς ἀγαποῦν, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη μας εἶναι στηριγμένη στὸ συμφέρον, στοὺς ἀριθμούς, στὶς πράξεις ἢ στὴ δικαίωση. Ἀδυνατοῦμε νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὶς φοβίες καὶ τὶς ἀνασφάλειές μας, γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἀγάπη μας ἔχει ὡς βάση τὸ προσωπικὸ συμφέρον, τὴν ἀπόλαυση καὶ τὴν ἀντικειμενοποίηση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Ἡ ἀγάπη προσμετρᾶται καὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ βαθμὸ τοῦ συμφέροντος ἢ τὸ βαθμὸ τῆς ἀπόλαυσης ποὺ κάποιος μπορεῖ νὰ λάβει ἀπὸ τὸν ἄλλον ἢ ἔστω «ἰσορροπιστικὰ», νὰ δώσει καὶ νὰ πάρει. Ὅμως ἀγάπη εἶναι ἡ δυνατότητα αὐτῆς τῆς «ἐμπαθοῦς» καταστάσεως, αὐτοῦ τοῦ πάθους ποὺ ὁ Θεὸς φύτεψε μέσα μας νὰ μεταμορφωθεῖ, νὰ μετουσιωθεῖ σὲ δυνατότητα λόγου ζωῆς, γιὰ νὰ μπορῶ διὰ τοῦ λόγου αὐτοῦ νὰ κοινωνῶ καὶ νὰ τιμῶ τὸ ἄλλο ἀνθρώπινο πρόσωπο, τὸν ἀδελφό μου. Αὐτὸς ὁ ἀγώνας εἶναι ὁ προσωπικὸς ἀγώνας ποὺ κάνουμε.
Λένε κάποιοι πὼς αὐτὰ εἶναι θεωρητικά. Ὅμως ἡ εὐθύνη μας εἶναι νὰ γίνουν πράξη γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς. Ποιός εἶναι ὁ προσωπικός μου ἀγώνας; Ὅταν μέσα μου ὑπάρχει ἡ σύγκρουση γιὰ τὸ τὶ εἶναι σωστὸ καὶ τὶ λάθος, ἂν ὁ ἄλλος μὲ ἀδίκησε ἢ ὄχι, ὅταν σκέφτομαι τὶ θὰ λάβω καὶ τὶ νὰ δώσω, ὅταν μέσα μου προβάλλονται τέτοια ἐρωτήματα, πῶς συνήθως τοποθετοῦμαι; Τὶς περισσότερες φορὲς ἀπαντοῦμε παρορμητικά, συναισθηματικά, ἢ καὶ ἐκλογικευμένα. «Ἀφοῦ ὁ ἄλλος μὲ ἀδίκησε, δὲν πρέπει νὰ προστατέψω τὸν ἑαυτό μου»; Ἀλλά αὐτὴ εἶναι ἡ κοσμική, ἡ ἐμπαθὴς ἀντιμετώπιση τῶν πραγμάτων. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ πνευματικὴ ἀντιμετώπιση ποὺ εἶναι ἡ ἀνάγκη ἀνάστασης-διάσωσης τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Αὐτὸ κατορθώνεται ὅταν διασώσω τὸ δικό μου πρόσωπο, μετανοήσω, δηλαδὴ ἀγαπήσω παράφορα τὸ Χριστό.
Ἐὰν δὲν ἀγαπήσω τὸ Χριστό, θὰ εἶμαι μιὰ κακομοιριά, ποὺ θὰ συνυπάρχει μὲ ἕναν χριστιανικὸ λόγο, χωρὶς νὰ ἐξασφαλίζει τὴ χαρὰ τῆς πνευματικῆς ἠδονῆς μέσα στὴν ἀγάπη. Ἡ ἠδονὴ τῆς ἀγάπης εἶναι νὰ προοδεύει ὁ λόγος τῆς ἀγάπης μέσα στὴν ἀνθρώπινη σχέση, ὥστε ἡ ἀγάπη νὰ μὴν καθηλώνεται στὴ στασιμότητα, ἀλλὰ νὰ ὑπάρχει μιὰ προοδευτικὴ διάθεση, μὲ τὴν ὁποία διαρκῶς ἀνακαλύπτεται ὁ ἄλλος καὶ ἀνακαλύπτομαι ἐγὼ ἀπὸ αὐτόν, καὶ οἱ δύο ἀνακαλυπτόμαστε μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ στασιμότητα, στὴν ὁποία ὀδηγεῖται εἴτε ἀπὸ τὴ θρησκευτικότητα εἴτε ἀπὸ τὴν κοσμικότητα, στὴν ὁποία κοσμικότητα ἡ ἀγάπη περιορίζεται καὶ ἀποθεώνεται ὡς ἐρωτισμὸς ἢ σεξουαλικότητα. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ βγεῖ ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατάσταση, νὰ κάνει πραγματικὴ ἔξοδο, ἔξοδο ἐλευθερίας, ἂν μπεῖ σ’αὐτὴ τὴ διαδικασία τῆς ἀνάδειξης τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου μέσα ἀπὸ τὴν εὕρεση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ λόγου τῆς ὑπάρξεώς του.
Ὑπάρχει βέβαια ἡ δυνατότητα νὰ προστατευθεῖ ὁ ἄνθρωπος ψυχολογικά, νὰ μπεῖ μέσα στὰ τεχνικὰ σχήματα ἄμυνας-σύγκρουσης, σκοπιμότητας. Αὐτὰ εἶναι μὲν σημαντικά, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐλευθερώνουν. Μέσα ὅμως στὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, στὸ Λόγο τῆς ἀγάπης Του, ὁ ἄνθρωπος πραγματοποιεῖ ἕνα μεγάλο ἄνοιγμα, ἕνα μεγάλο ἅλμα. Ἂν λοιπὸν, δὲν μάθει ἡ καρδιά μας νὰ τρέφεται ἀπὸ τὸν πόθο γιὰ τὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο κι ἂν ἡ ἀγάπη μας δὲ ρισκάρει, δὲ ριψοκινδυνεύει τὴν προσωπικὴ σχέση μὲ τὸ Θεό, ἂν δὲν ξεπεράσουμε τοὺς φόβους μας τοῦ τύπου: «Ἄχ, θὰ μὲ ἀδικήσει ὁ ἄλλος. Ἐντάξει συμφωνῶ, ἀλλὰ θὰ βρῶ τὸ Θεό; Μήπως χάσω τὸν κόσμο καὶ δὲν ἀπολαύσω τίποτα ούτε ἀπὸ τὸ Θεό»; Ἂν δὲν ξεπεράσει ὁ ἄνθρωπος αὐτὸ τὸ δίλημμα τοῦ φόβου, ὅτι θὰ χάσει τὶς ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, δὲν θ’ἀναστηθεῖ ποτὲ ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσα του, δὲν θὰ συναντήσει ποτὲ τὸν Ἀναστάντα Χριστό.
Μὲ ἀναστάσιμες εὐχὲς
Ὁ Ἐπίσκοπός σας