Ἐγκύκλιος ἐπὶ τῇ Κυριακῇ τοῦ Παραλύτου
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΣΙΣΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ
Ἐγκύκλιος
ἐπὶ τῇ Κυριακῇ τοῦ Παραλύτου
Πρός
τόν Ἱερό Κλῆρο καί τόν εὐσεβῆ Λαό
τῆς Μητροπόλεως μας
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Χριστὸς Ἀνέστη!
Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μνημονεύεται ἡ θεραπεία τῆς χρόνιας σωματικῆς ἀσθένειας ἑνὸς ὑπομονετικοῦ -καταρχὴν- ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Χριστό.
Εἶναι συνηθισμένη ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει γιὰ νὰ κάνει θαύματα, γιὰ νὰ ἀνατρέπει τὰ ἀρνητικὰ ποὺ ἔχουμε στὴ ζωή μας ἢ γιὰ νὰ φέρνει τὰ πράγματα στὴ ζωή μας ὅπως ἐμεῖς θέλουμε. Τότε ὅμως προκύπτει ἕνα ἐρώτημα: προτεραιότητα δίνουμε στὴ δική μας ζωὴ ἢ στὸ Θεό; Θεωροῦμε, κι αὐτὴ εἶναι ἡ λανθασμένη δική μας στάση μέσα στὴν Ἐκκλησία, πὼς ὑπάρχουμε, κινούμαστε καὶ ζοῦμε γιὰ νὰ ἐξυπηρετεῖ ὁ Θεὸς τὶς ἀνάγκες μας. Ἀκόμη καὶ ἡ μετοχή μας στὰ μυστήρια, ὅπως ἰδιαίτερα αὐτὸ τῆς ἐξομολογήσεως, πάσχει ἀπὸ αὐτὴ τὴ στάση. Δὲν ἔχουμε κέντρο τῆς ζωῆς μας τὸ Θεό, ἀλλὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἐξυπηρετήσει καλύτερα τὰ συμφέροντά μας. Ἀκόμη καὶ ἡ ἄσκηση καὶ ὁ ἀγώνας ποὺ κάνουμε, δὲν γίνονται γιατὶ προσδοκοῦμε τὴν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ γιατὶ ψάχνουμε ἕναν τρόπο κι ἕνα δρόμο νὰ δικαιωθοῦμε.
Μ’αὐτὴ λοιπὸν τὴν ἔννοια δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθει ὁ ἄνθρωπος στὴν ὀδὸ τοῦ Χριστοῦ. Ὀφείλουμε πάνω ἀπ’ὅλα νὰ ξεκαθαρίσουμε στὸν ἑαυτό μας ἂν εἴμαστε ἕτοιμοι, ἔστω ἀρχικά, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀρνηθοῦμε κάποια δικαιώματα ποὺ φαντάζουν σημαντικὰ γιὰ μᾶς. Πρέπει νὰ ρωτήσουμε βαθύτερα τὸν ἑαυτό μας ποιὸ εἶναι τὸ κέντρο. Ἡ ζωή μας ἢ ὁ Χριστός; Ἀπὸ κεῖ θὰ μπορέσει νὰ ξεκαθαρίσει ἡ ὑπόθεση∙ διότι μπορεῖ φαινομενικὰ νὰ κάνουμε πνευματικὴ ζωή, νὰ εἴμαστε αὐστηροὶ τηρητὲς τῶν ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων, ἀλλὰ ἡ βάση τοῦ ἀγώνα καὶ τῆς προσπάθειάς μας νὰ εἶναι ὁ ἑαυτός μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ συνήθως φανταζόμαστε τὸ Θεὸ σὰν ἕνα μάγο ποὺ διὰ μιᾶς θὰ ἀλλάξει τὴ ζωή μας καὶ θὰ μᾶς λυθοῦν ὅλα τὰ προβλήματα.
Ἀποδεχόμαστε τὰ συμπτώματα τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ κυρίως τῆς φιλαυτίας μας ποὺ ἔχει χρονίσει μέσα μας κι ἔχει γίνει δεύτερος ἑαυτός μας, ἀλλὰ καὶ ψυχοπαθολογικὲς καταστάσεις, ὅπως ἕνα ψυχοπλάκωμα, μιὰ αἴσθηση κατάθλιψης ἢ μελαγχολίας ἢ ἔστω μιὰ δυσκολία μὲ τὸν ἑαυτό μας. Ὡστόσο γκρινιάζουμε στὸ Θεὸ πὼς δὲν ἀπαντάει στὰ αἰτήματά μας κι ἀναρωτιόμαστε ποῦ εἶναι ἡ παντοδυναμία Του, ἐφόσον δὲν μπορεῖ νὰ ἀνατρέψει ἄμεσα τὸ ἐσωτερικὸ σκηνικὸ καὶ τὸ σκοτάδι νὰ τὸ κάνει φῶς, πράγμα ποὺ δείχνει ξεκάθαρα ὅτι σὰν κέντρο τῆς ζωῆς μας δὲν ἐπιλέξαμε τὴν ἀναζήτηση, ἀλλὰ τὴ βόλεψη. Μὲ τὴν προσευχή μας πολλὲς φορὲς «μεταχειριζόμαστε» τὸ Θεὸ γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουμε τὸν ἑαυτό μας. Γι’αὐτὸ καὶ στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο μᾶς φαίνεται ἀκατανόητη ἡ στάση τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στὸν παραλυτικὸ, ὅταν τὸν ρωτάει: «θέλεις νὰ γίνεις καλά»; Τί ἄλλο θὰ ἤθελε ὁ παραλυτικὸς ἀπὸ τὸ νὰ γίνει καλά, ἀφοῦ καθόταν ἀνήμπορος ἐκεῖ κοντὰ στὴν κολυμβήθρα; Τὸ ἐρώτημα βέβαια τὸ θέτει ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ πάει ἀκόμη παραπέρα: ἡ θεραπεία, τὸ θαῦμα, δὲν εἶναι μιὰ κίνηση χωρὶς τὴ συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου, χωρὶς τὴν ἐπίγνωσή του, χωρὶς τὴ συγκατάθεση τῆς ἐλευθερίας του, χωρὶς τὴ δυνατότητα ἀποκατάστασης τοῦ «προσώπου» καὶ τοῦ λόγου ὕπαρξής του. Αὐτὴ εἶναι ἡ διάκριση καὶ ἡ διαφορὰ μὲ τὸν κόσμο. Ὁ «κόσμος» θέλει νὰ σοῦ κάνει εὔκολη τὴ ζωὴ χωρὶς τὴν ἐπίγνωση τοῦ λόγου τῆς ὕπαρξης σου, χωρὶς τὴν ἀλλαγὴ τῆς στάσης τῆς ζωῆς σου. Ἔτσι, σοῦ ἀλλάζει τὰ πράγματα κάνοντας τὴ ζωή σου ἁπλῶς πιὸ εὔκολη.
Ὅμως γιὰ τὸν Κύριο ὑπάρχουν προϋποθέσεις γιατὶ ἡ βάση τῆς ζωῆς εἶναι ὁ Σταυρὸς, δηλαδὴ ἡ θυσία. Μιὰ διαδικασία ἀγάπης. Καὶ ὁ Χριστὸς ρωτάει γιὰ νὰ δεῖ ποιὸ εἶναι τὸ πρόβλημα. Διότι πολλὲς φορὲς ἡ σωματικὴ ἀσθένεια, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι καὶ σῶμα καὶ ψυχὴ καὶ πνεῦμα, μιὰ ἀδιάσπαστη ἑνότητα, συνδέεται μὲ πνευματικὲς καταστάσεις καὶ μὲ ψυχικὰ νοσήματα. Οἱ αἰτίες μπορεῖ νὰ εἶναι πολλές. Ἔτσι λοιπὸν ρωτάει ὁ Κύριος γιὰ νὰ τοῦ πεῖ ὁ ἴδιος ὁ παραλυτικὸς ὅτι «θέλω νὰ γίνω καλά, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἄνθρωπο. Εἶμαι τριάντα ὀκτὼ χρόνια ἐδῶ καὶ δὲν ἔχω ἄνθρωπο». Γιὰ νὰ καταλήξει ἔτσι στὴν αἰτία τοῦ προβλήματος, διότι δὲν μπορεῖ νὰ θεραπευθεῖ ὁ ἀσθενής, ἂν δὲ βρεθεῖ ὁ λόγος, ἡ αἰτία. Ἀλλὰ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ζωντανὴ σχέση μὲ τὸ Θεό, ἂν ἐξαντλεῖται ἡ σχέση του στὶς τυπικὲς ἐκκλησιαστικὲς διατάξεις καὶ δὲν ἔχει βρεῖ τὸν ἐσωτερικό του λόγο, τὸν λόγο τῆς ὕπαρξής του. Ἂν δὲν ἔχει βρεῖ τὴν αἰτία καὶ τὴν ἀφορμὴ γιὰ νὰ προσεγγίσει τὸ Θεὸ ἢ ἔστω γιὰ νὰ ἀποδείξει στὸν ἑαυτό του ὅτι ἀξίζει νὰ ζεῖ, νὰ χαίρεται, νὰ ἐλπίζει. Ὁ Χριστὸς βρίσκει τὴν αἰτία τῆς ἀσθένειας τοῦ παραλυτικοῦ καὶ ἡ αἰτία εἶναι ὅτι εἶναι μόνος. Ἄρα, ἡ μοναξιὰ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ συμπτώματα τῆς ἁμαρτίας.
Μά, θὰ πεῖ κάποιος, αὐτὸν τὸν ἄφησαν μόνο του καὶ φταίει αὐτός; Ἔχουμε συνηθίσει νὰ θεωροῦμε ἁμαρτία μόνο τὴν ἐγκατάλειψη τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅτι τὴν ἁμαρτία τὴν φέρουν αὐτοὶ ποὺ ἐγκαταλείπουν κάποιον. Ἀλλὰ κι αὐτὸς ποὺ ἐγκαταλείπεται εἶναι πολλὲς φορὲς ἡ αἰτία, μὲ τὴ δυστροπία τοῦ χαρακτήρα καὶ τὴν ἰδιορρυθμία του.
Εἶναι ἁμαρτία νὰ θέλουμε νὰ ἀχολοῦνται ὅλοι οἱ ἄλλοι μαζί μας καὶ νὰ μᾶς καθιστοῦν κέντρο τῆς ὕπαρξής τους. Αὐτὸ ἀποκρούει, ἀπομακρύνει τοὺς ἄλλους. Ὅμως ὅταν πλησιάζεις ἕναν ταπεινὸ ἄνθρωπο, ὅσο πονεμένος κι ἂν εἶναι, χαίρεσαι νὰ βρίσκεσαι κοντά του καὶ δὲν θέλεις νὰ ξεκολλήσεις. Ἐνῶ ὅταν βρεῖς ἕναν ἐπηρμένο, περήφανο καὶ γκρινιάρη ἄνθρωπο, στὸ τέλος θέλεις νὰ φύγεις μακριά του. Σοῦ βγαίνει αὐτὸ διότι ἡ δική του διάθεση εἶναι ἀντικοινωνική. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θέλει νὰ προσεγγίζει τοὺς ἄλλους μὲ τὸ δικό του μέτρο, μὲ τοὺς δικούς του ὅρους, σύμφωνα μὲ τοὺς ὁποίους θέλει νὰ δικαιώνεται. Ἄρα τὸ πρόβλημά μας εἶναι ἡ δικαίωση τῆς ζωῆς μας. Ἔτσι λοιπὸν ἡ ἁμαρτία τοῦ παραλύτου ἦταν ἡ μοναξιά του∙ δὲν μποροῦσε νὰ ἑλκύσει ἀνθρώπους κοντά του. Δὲν εἶχε ἐκείνη τὴν ποιότητα ζωῆς ὥστε νὰ χαίρεται κανεὶς νὰ εἶναι μαζί του.
Κάποτε ἀπὸ μιζέρια καὶ ἐγωισμὸ καὶ προκειμένου νὰ δικαιωθοῦμε τὸ παίζουμε «κακομοίρηδες», καημένοι, φαινόμαστε ἀδικημένοι ὅλου τοῦ κόσμου. Μ’αὐτὸ τὸν τρόπο αἰσθανόμαστε ἐξασφαλισμένοι καὶ συναισθηματικὰ δικαιωμένοι. Προκαλοῦμε μάλιστα ἀνθρώπους νὰ μᾶς ἀδικοῦν, γιατὶ δὲν καταφέραμε κάπως ἀλλιῶς νὰ κυριαρχήσουμε κι ἔτσι νὰ χαροῦμε. Εἴμαστε ἀδικημένοι, ἄρα καὶ δικαιωμένοι. Ἐδῶ ἔχουμε ἄρρωστη προσέγγιση.
Λέμε ἐπίσης: «Μ’αὐτὸν δὲν μπορῶ, μὲ τὸν ἄλλον δὲν μπορῶ». Τί σημαίνει αὐτό; Μπορεῖ νὰ εἶσαι διαφορετικός, ἐντάξει, ἀλλὰ ἂν σ’ἔβαζε ὁ Θεὸς στὸν παράδεισο μαζί του δὲ θὰ μποροῦσες; Θὰ αἰσθανόσουν κόλαση; Αὐτὸ εἶναι πρόβλημα, διότι ὁ σεσωσμένος ἄνθρωπος, ποὺ χαίρεται καὶ πανηγυρίζει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δὲν χάνει τὴ χαρά του ἀπὸ τὴν παρουσία ἄλλων. Στοὺς κολασμένους συμβαίνει νὰ μὴ μποροῦν κάποιον ἄνθρωπο, νὰ μὴ τὸν ἀντέχουν. Ὁ «παράδεισός» τους ἄρα εἶναι ψευδής, δηλαδὴ ψυχολογικὸς καὶ προσβάλλεται ἀπὸ τὶς διαθέσεις τῶν ἄλλων.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι θὰ εἶμαι δοῦλος τῶν ἄλλων; Ὄχι, ἄρχοντας θὰ εἶσαι, ἀξιοπρεπής, αὐτὸ ποὺ εἶσαι. Δὲν θὰ ἀλλάξει ἡ ζωή σου γιατὶ ἔτσι τὸ θέλει ὁ ἄλλος, οὔτε θ’ἀλλάξει ἡ χαρά σου, γιατὶ ὁ ἄλλος σοῦ φέρεται διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ ἤθελες∙ αὐτὸ σημαίνει διάκριση. Ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε τὴν ἀλήθειά μας, τὴν αὐθεντικότητά μας, χωρὶς νὰ προσβάλλουμε καὶ τὸν διπλανό μας. Θὰ βροῦμε ἕναν ἄλλο τρόπο προσέγγισής του κατὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπη, χωρὶς κήρυγμα, ἐπίδειξη ἢ ἀδιάκριτη ἐπιείκεια, γιατὶ ἔτσι ζεῖ ἡ καρδιά μας. Ἢ ὑπάρχει ὁ Χριστὸς μέσα μας, ἢ μέσα ἀπὸ μιὰ δική μας κατάσταση προσπαθοῦμε μίζερα κάτι νὰ κάνουμε γιὰ νὰ δικαιώσουμε τὸν ἑαυτό μας.
Δὲν μπορεῖς μὲ τὸν ἄλλο γιατὶ «σὲ χαλάει»; Μὰ χαλασμένος εἶσαι ἐσὺ ὁ ἴδιος! Γίνεσαι μίζερος μὲ δύο πραγματάκια ποὺ συνέβησαν στὴ ζωή σου καὶ τὰ κρατᾶς δέκα χρόνια στὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιά σου; Εἶναι αὐτὸ παράδεισος ἢ μιὰ ἀνοησία, ἀπουσία Χριστοῦ καὶ ψυχολογικὴ ἀνισορροπία; Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀνθενωτικὴ διάθεση δείχνει ὄχι ἁπλῶς ὅτι «δὲν τὸν μπορεῖς» τὸν ἄλλο, ἀλλὰ ὅτι δὲν ἔχεις τὸ Χριστὸ μέσα σου καὶ δὲ μπορεῖς νὰ λειτουργήσεις. Ὁ ἄλλος εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι, θὰ ἀποδεχθεῖς τὴ διαφορετικότητά του, οὔτε θὰ προσβληθεῖ ἡ χαρά σου γιατὶ σοῦ φέρεται ὅπως δὲν θέλεις. Πῶς λοιπὸν ἀφοῦ εἶσαι ἔτσι μειονεκτικὸς νὰ κοινωνήσεις τοῦ ἄλλου προσώπου; Πῶς νὰ γίνει θαῦμα μέσα σου; Στὸν παράλυτο ὁ Χριστὸς προτοῦ τὸν θεραπεύσει τοῦ δείχνει ἕνα πρόβλημά του, τὸ ὅτι δηλαδὴ δὲν ἀποδεχόταν τοὺς ἄλλους. Πῶς καὶ σὲ μᾶς νὰ γίνει τὸ θαῦμα καὶ νὰ δοῦμε φῶς Θεοῦ μέσα μας; Ἁπλῶς, ἀδελφοί, νὰ δουλέψουμε μέσα στὴν καρδιά μας, αὐτὸ εἶναι ποὺ πρέπει νὰ γίνει καὶ πρακτικὰ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ μὲ τὸ «μπορῶ νὰ κάνω μὲ ὅλους». Ἂν καὶ δὲ μπορῶ μὲ ὅλους νὰ συμφωνήσω, δὲ μποροῦν ὅλοι νὰ γίνουν φίλοι μου, ἀλλὰ μὲ ὅλους μπορῶ νὰ κάνω. Δὲν μοῦ στεροῦν δηλαδὴ τὴ χαρὰ μὲ τὴν παρουσία τους. Ἂν μοῦ τὴ στεροῦν τότε εἶμαι κολασμένος καὶ ἡ δουλειὰ πρέπει νὰ γίνει μέσα μου, δουλειὰ ποὺ θὰ ἀνορθώσει τὴν πνευματικὴ παραλυσία
μου.
Μέ Ἀναστάσιμες εὐχές
Ὁ Ἐπίσκοπος Σας